- ἰατρικῶς
- ἰᾱτρικῶς , ἰατρικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιατρικός — ή, ό (ΑΜ ἰατρικός, ή, όν, Α ιων. τ. ἰητρικός) [ιατρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γιατρό («ιατρικός σύλλογος») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιατρική η επιστήμη που έχει αντικείμενο τη διατήρηση τής υγείας και τη θεραπεία τών νόσων νεοελλ. 1. το … Dictionary of Greek
ГАЛЕН — ГАЛЕН (Γαληνός) из Пергама (129, Пергам ок. 210 н. э., Рим), греческий ученый, врач и философ. Жизнь и сочинения. Благодаря своему отцу, архитектору Элию Никону, Г. получил всестороннее образование, с 14 лет начал изучать грамматику,… … Античная философия
врачевьскы — (3*) нар. к врачевьскыи в 1 знач.: смотреньѥ оучителемь. иже врачевьскы наказоують. [грехи] ис корене ѡ(т)сѣщи зла да не абьѥ възрастеть. (ἰατρικῶς) ПНЧ XIV, 40а; иже врачевьскы. ѡ(т) срацинъ. много не искоусни. извистоують повѣдань˫а сее стѩжати … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ … Dictionary of Greek
ԲԺՇԿԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 488 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c մ. ἱατρικῶς medicorum more որ եւ ԲԺՇԿԱԲԱՐ. Որպէս զբժիշկ, ըստ օրինի բժշկաց. հէքիմ միսալը. ... *Կցորդակից լեր բժշկապէս: Շօշափեա՛ բժշկապէս՝ զամենաթշուառ ախտաւորութիւնս: Բժշկապէս մատիր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)